γρίτσα
Смотреть что такое "γρίτσα" в других словарях:
γρίτσα — η [γριά] μικρόσωμη γριά … Dictionary of Greek
Litochoro — Infobox Greek Dimos name = Litochoro name local = Λιτόχωρο periph = Central Macedonia prefec = Pieria province = population = 7011 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 03 Y.pdf source]… … Wikipedia
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek